- κλεοδώρα
- ηζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων με πτερυγιοειδή κολυμβητικό πόδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κλεοδώρας — Κλεοδώρᾱς , Κλεοδώρη fem acc pl Κλεοδώρᾱς , Κλεοδώρη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cleodóra — CLEODÓRA, æ, Gr. Κλεοδώρα, ας, (⇒ Tab. XVIII.) eine von den 50 Töchtern des Danaus, welche den Lixus von des Aegyptus Söhnen zum Bräutigame bekam, ihn aber auch die erste se Hochzeitnacht hinrichtete. Apollod. l. II. c. 1. §. 5. Sieh Danaides … Gründliches mythologisches Lexikon
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek